via
Είναι ο τελευταίος Άγιος της Παλαιάς Διαθήκης
και ο πρώτος της Καινής.
Ονομάσθηκε Θεοδόχος,
γιατί αξιώθηκε να προϋπαντήσει στο ναό
και να πάρει στην αγκαλιά του
τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό,
βρέφος σαράντα ημερών,
όταν η Υπεραγία Θεοτόκος
και ο Δίκαιος Ιωσήφ ήλθαν στα Ιεροσόλυμα
για να παρουσιάσουν και να αφιερώσουν
το Θείο Βρέφος στον Θεό.
Το γεγονός δηλαδή, το οποίο γιορτάζουμε
στην εορτή της Υπαπαντής.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο Άγιος Συμεών
ήταν γυιός του Πατριάρχου των Εβραίων Χιλλέλ
και πατέρας του διδασκάλου Γαμαλιήλ,
ο οποίος αναφέρεται στις Πράξεις.
Άλλοι λένε ότι ήταν πρόεδρος του Συνεδρίου
και ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί
ότι ήταν άνθρωπος «δίκαιος και ευλαβής»
και κατοικούσε στα Ιεροσόλυμα.
Σύμφωνα με την παράδοση
η κατοικία του υπήρχε
σ’ ένα δασώδες προάστειο, Ν.Δ. της Ιερουσαλήμ.
Το προάστειο αυτό ονομάσθηκε
αργότερα Καταμόνας, επειδή σ’ αυτό αποσυρόταν
συχνά ο Χριστός (κατά-μόνας), για να προσευχηθεί.
Στην τοποθεσία αυτή σήμερα είναι κτισμένο
ένα Μοναστήρι αφιερωμένο στο όνομά του.
Επίσης πιστεύεται, ότι ήταν ένας
από τους 70 Εβραίους ερμηνευτές,
τους οποίους ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος
κάλεσε στην Αλεξάνδρεια με σκόπο
να μεταφράσουν την Παλαιά Διαθήκη για πρώτη φορά
στην ελληνική γλώσσα της εποχής, την Κοινή Ελληνιστική.
Μετά την αποπεράτωση αυτού του έργου,
κατά την επιστροφή, ο Συμεών σχολίαζε
με τους συνοδοιπόρους του την προφητεία
του Ησαΐα:
«Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει
και τέξεται υιόν και καλέσουσιν
το όνομα αυτού Εμμανουήλ»(Ησ. ζ’ 14).
Εξέφραζε μάλιστα την δυσπιστία του
για την εκπλήρωση της προφητείας
και το αδύνατο του πράγματος.
Ξαφνικά δέχθηκε αοράτως ένα ράπισμα
και άκουσε μία φωνή, η οποία του έδινε
την υπόσχεση ότι:
«δεν θα πέθαινε, πριν ιδή
τον Σωτήρα του Κόσμου».
Θέλοντας μάλιστα να επιβεβαιωθεί
για τα λεγόμενα, έρριξε στο Νείλο ποταμό
το δαχτυλίδι του, λέγοντας ότι θα πίστευε,
μονάχα αν θα το ξαναεύρισκε.
Και πράγματι. Το ίδιο βράδυ, Θεού ευδοκία,
βρήκε έκπληκτος το δαχτυλίδι του
στα σπλάχνα ενός ψαριού,
που ετοιμαζόταν να φάει.
Μετά τα θαυμαστά αυτά γεγονότα,
σταθερός πλέον στην πίστη παρέμειν στο ναό,
προσευχόμενος και μελετώντας τα προφητικά βιβλία.
Προετοίμαζε καθημερινά τον εαυτό του
για την μεγάλη συνάντηση,
διανύοντας την ζωή του, με σύνεση, με ευλάβεια,
με δικαιοσύνη, με φόβο Θεού
και με υπακοή στο θέλημα του Θεού,
καθώς το δηλώνει εξ άλλου και το όνομά του.
Γιατί «Συμεών» στα εβραϊκά
σημαίνει υπακοή.
Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε
να αποκτήσει όλες τις αρετές
και να ανέβει στα ύψη της τελειότητος.
Τα χρόνια περνούσαν.
Ο πρεσβύτης Συμεών ανέμενε με μεγάλη λαχτάρα
να συνανετήσει τον ποθούμενο Μεσσία.
Και όταν έφθασε σε βαθειά γηρατειά,
σάραντα ημέρες μετά την γέννηση
του Θεού Λόγου,
πληροφορείται από το Άγιο Πνεύμα
να πάει γρήγορα στο Ιερό.
Χωρίς χρονοτριβή έφθασε
μεταρσιωμένος στην είσοδο του Ιερού.
Και εκεί εκπληρώθηκε η ουράνια υπόσχεση,
για την οποία και μόνο ζούσε
την μακροχρόνια ζωή του.
Προϋπάντησε με σεβασμό
και δέος τον Ιωσήφ τον Μνήστορα
και την Παρθένο Κόρη,
η οποία κρατούσε τον Δεσπότη Χριστό βρέφος
και υποδέχθηκε στην γηρασμένη αγκαλιά του,
σαν ιερέας και ανώτερος ιερέως,
με χαρά και αγαλλίαση
αλλά και με συστολή και φόβο,
το αναμενόμενο Σωτήριο Βρέφος.
Διέκρινε σ’ Αυτό με τα μάτια της ψυχής του
το κρυμμένο φως της Θεότητος
και ανεγνώρισε
ότι είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος
και ο αληθινός Θεός.
Γι αὐτό υμνώντας και ευλογώντας
τον Θεό ανεφώνησε με χαρά:
«Νυν απολύεις
τον δούλον σου Δέσποτα,
κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ».
Παράλαβε Κύριε αυτήν την ώρα
ειρηνικά την ψυχή μου,
αφού εκπληρώθηκε η μεγαλύτερη
επιθυμία της ζωής μου.
«Ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου,
ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών,
φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ.»,
διότι αξιώθηκα να δω με τα μάτια μου
και να εγγίσω με τα χέρια μου,
Αυτόν που λαχταρούσαν να δουν όλοι οι προφήτες
και περίμεναν όλες οι γενεές, το Φως όλων των λαών, τ
ον Λυτρωτή του κόσμου.
Και μετά στρεφόμενος προς την Θεοτόκο
είπε τα εξής προφητικά λόγια:
«Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών
εν τω Ισραήλ, και εις σημείον αντιλεγόμενον·
και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία,
όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».
(Λουκ. β’ 34-35).
Τα οποία σήμαιναν την βαθειά θλίψη,
που σαν δίκοπο μαχαίρι θα διαπερνούσε τα σωθικά της Παναγίας,
όταν θα έβλεπε τον Υιό Της κρεμασμένο
και ατιμασμένο επάνω στον Σταυρό.
Ευθύς αμέσως πλήρης χαράς και ειρήνης
ανεχώρησε από αυτήν την ζωή, σε ηλικία 270 ετών.
Η ψυχή του πήγε στον Άδη, για να αναγγείλει
στους εκεί ευρισκομένους το χαρμόσυνο Ευαγγέλιο,
ως ο πρώτος Απόστολος του Χριστού.
Το δε σώμα του τάφηκε στον ιδιόκτητο τάφο του,
στο Καταμόνας, όπου ο τάφος του σώζεται
μέχρι και σήμερα.
Το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε
στην Κωνσταντινούπολη,
επί αυτοκράτορος Ιουστίνου Β’ (565-578 μ.Χ.),
στο ναό του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου,
τον οποίο είχε οικοδομήσει
ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’(527-565 μ.Χ.).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά την μνήμη του τήν 3ηΦεβρουαριου.
Διαβάστε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου